κατάγελως

κατάγελως
κατάγελως, -έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, -ον)
το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.)
αρχ.
εμπαιγμός, χλευασμός («ὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῑ ἄξιος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -γελως (< γέλως), πρβλ. διά-γελως, περί-γελως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταγέλως — κατάγελος rich in herds adverbial κατάγελος rich in herds masc/fem acc pl (doric) κατάγελως derision masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλωτα — κατάγελως derision masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλωτας — κατάγελως derision masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλωτι — κατάγελως derision masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλωτος — κατάγελως derision masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγέλωτ' — καταγέλωτα , κατάγελως derision masc acc sg καταγέλωτι , κατάγελως derision masc dat sg καταγέλωτε , κατάγελως derision masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ругать — укр. поругатися насмехаться , блр. поруга поругание , уруга упрек , др. русск. ругъ насмешка , ругати ся насмехаться , ст. слав. рѫгъ ὀνειδισμός, καταγέλως (Супр.), рѫгати сѩ ἐμπαίζειν, καταγελᾶν (Остром., Супр.), болг. ръгая ругаю, поношу ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • посмех — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κατάγελως) посмешище.     … …   Словарь церковнославянского языка

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”